- λιτάνευση
- ηπεριφορά εικόνας από ιερείς σε θρησκευτική πομπή: Το απόγευμα θα γίνει η λιτάνευση της εικόνας του αγίου Δημητρίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιτάνευση — η [λιτανεύω] λιτανεία … Dictionary of Greek
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
σταυροφάνεια — ἡ, Μ 1. η εορτή τής Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού 2. λιτάνευση τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φάνεια (< φανής < φαίνομαι), πρβλ. νεκρο φάνεια] … Dictionary of Greek